-
1 лицо
1. (человек, личность) το πρόσωπο, το άτομο---которому предоставлено право - στον οποίο έχει δοθεί/παραχωρήθηκε το δικαίωμα2. (человека) το πρόσωπο 3. грам. το πρόσωπο 4 текст. η καλή πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лицо
См. также в других словарях:
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek